- μετρονόμος
- Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ρυθμικής αγωγής ενός μουσικού κομματιού. Αποτελείται από ένα κουτί, πυραμιδοειδούς γενικά σχήματος, μέσα στο οποίο υπάρχει ένας ωρολογιακός μηχανισμός, που θέτει σε κίνηση ένα εκκρεμές.
Στο κάτω μέρος αυτού του εκκρεμούς βρίσκεται ένα σταθερό και στο άνω ένα κινητό βάρος, που, όταν μετατοπίζεται κατά μήκος της ράβδου του εκκρεμούς, μπορεί να μεταβάλλει ευρέως την περίοδο της ταλάντωσης. Ο αριθμός των κινήσεων που εκτελεί το εκκρεμές αναγράφεται πάνω σε μια βαθμολογημένη κλίμακα, τοποθετημένη πίσω από το εκκρεμές, με υποδιαιρέσεις από 40 έως 208 κτυπήματα ανά λεπτό.
Η αρχή λειτουργίας του μ. βασίζεται σε ειδικά χρονόμετρα, που επινοήθηκαν κατά τον 17o αι., ενώ η κατασκευή του αποδίδεται στον Γιόχαν Πέπομουκ Μέλτσελ (1816). Ο τελευταίος αξιοποίησε μια επινόηση, στην οποία προέβη, το 1813, κάποιος Βίνκελ, μηχανικός στο Άμστερνταμ.
Ο Μπετόβεν ήταν ο πρώτος που έκανε επίσημα χρήση του μετρονόμου, δημοσιεύοντας το 1817 τις μετρονομικές ενδείξεις των Συμφωνιών του.
* * *ο (Α μετρονόμος)νεοελλ.1. μουσ. όργανο για τη μέτρηση ισόχρονων διαστημάτων ή τών διαφόρων ταχυτήτων ρυθμικής αγωγής2. μετρολόγοςαρχ.(στην Αθήνα) δημόσιος λειτουργός ο οποίος ήταν εντεταλμένος για την επιτήρηση και τον έλεγχο τής ακριβείας τών μέτρων και τών σταθμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + -νόμος (< νόμος). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. metronome). Και με την τελευταία αυτή σημ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ι. Κ. Βλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.